- διηκριβωμένος
- διηκρῑβωμένος , διακριβόωportray exactlyperf part mp masc nom sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διακριβώνω — (AM διακριβῶ·, όω) [ακριβώ] 1. εξετάζω αυστηρά την ακρίβεια, εξακριβώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) διακριβωμένος, η, ο (AM διηκριβωμένος, η, ον) αυτός που είναι εξακριβωμένος από κάθε πλευρά και σε όλες τις λεπτομέρειες του αρχ. 1. εικονίζω ακριβώς … Dictionary of Greek